εἰσέπειτα

εἰσέπειτα
εἰσέπειτα, Adv.
A for hereafter,

τὰ..πάρος τά τ' εἰ. S.Aj.35

, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εισέπειτα — εἰσέπειτα (Α) επίρρ. κατόπιν, μετά ταύτα …   Dictionary of Greek

  • εἰσέπειτα — for hereafter indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσέπειθ' — εἰσέπειτα , εἰσέπειτα for hereafter indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσέπειτ' — εἰσέπειτα , εἰσέπειτα for hereafter indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”